- εν ριπή οφθαλμού
- en un tancar i obrir d'ull
Griechisch-Katalanisch Wörterbuch.
Griechisch-Katalanisch Wörterbuch.
ριπή — η / ῥιπή, ΝΜΑ φρ. «ἐν ῥιπῇ ὀφθαλμοῡ» ακαριαία, σε μια στιγμή νεοελλ. 1. ταχεία βολή πολλών βλημάτων η οποία πραγματοποιείται με μία, αλλά συνεχή, πίεση τής σκανδάλης αυτόματου όπλου και που διαρκεί όσο και η πίεση τής σκανδάλης («βολή κατά… … Dictionary of Greek
ριπή — η ρίξιμο, βολή: Ακούστηκαν ριπές αυτομάτων· φρ., «εν ριπή οφθαλμού», στη στιγμή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
мьгновениѥ — МЬГНОВЕНИ|Ѥ (14), ˫А с. Мгновение: [дьявол] ˫ави(т) ти въ едино(м) мьгновеньи всѧ цр(с)тва. и въспроси(т) поклонень˫а. (ἐν μιᾶς καιροῦ) ГБ XIV, 29б; скорость же молни˫а то˫а изрѧдъна ѥсть. ˫ако во омъгновениi [в др. сп. въ мегновении] нѣкую часть … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
οφθαλμός — Το μάτι (βλ. λ.). (Βοτ.) Στη βοτανική ορολογία, η λέξη ο. χρησιμοποιείται κυρίως στα επιστημονικά συγγράμματα. Πρόκειται για όργανο συνήθως κωνικό, που βρίσκεται στην κορυφή των βλαστών και των κλάδων, καθώς επίσης και στις μασχάλες των φύλλων,… … Dictionary of Greek
ανάρπαστος — η, ο (Α ἀνάρπαστος, όν και ός, ή, όν, Μ ἀνάρπαστος, η, ον) [αναρπάζω] αυτός που τον αρπάζουν ή τον άρπαξαν βίαια νεοελλ. (για εμπορεύματα) αυτός που πουλιέται ή πουλήθηκε πολύ γρήγορα, που εξαφανίστηκε εν ριπή οφθαλμού αρχ. 1. αυτός που σύρθηκε… … Dictionary of Greek
ανοιγοκλείνω — (κ. ανοιγοκλειώ) 1. ανοίγω και κλείνω κάτι συνέχεια 2. (αμτβ.) ανοίγομαι και κλείνομαι διαδοχικά 3. φρ. «όσο ν’ ανοιγολείσω τα μάτια» πολύ γρήγορα, εν ριπή οφθαλμού … Dictionary of Greek
νόημα — το (ΑΜ νόημα, Α ιων. συνηρ. τ. νῶμα) [νοώ] 1. ό,τι σκέπτεται κάποιος, ό,τι συλλαμβάνει με τον νου, το νοούμενο, ο στοχασμός 2. σκοπός, λόγος, πρόθεση, σχέδιο («δεν μπόρεσε κανείς να καταλάβει το νόημα τής επίσκεψής του») 3. η κεντρική ιδέα, η… … Dictionary of Greek
bherǝk̂ -, bhrēk̂ - — bherǝk̂ , bhrēk̂ English meaning: to shine Deutsche Übersetzung: “glänzen” Note: equivalent with bherǝĝ , bhrēĝ ds. (see there, also because of ambiguous words) Material: O.Ind. bhrü s atē “blazes, shines” (uncovered); Gk.… … Proto-Indo-European etymological dictionary